Οδός Κύπρου ή Πώς να γνωρίζει κανείς τί συμβαίνει στο σκοτάδι;

Καθόταν στην παραλία πάνω στην άμμο με το κεφάλι σκυμμένο. Έκανε με τα χέρια του πως ψαχουλεύει απαλά τις χορδές της κιθάρας του και στο μυαλό του έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι. Αυτό που δεν άκουσε παρά μονάχα ελάχιστες φορές στη ζωή του, για να μη ξεφτίσει το όνειρο της μελωδίας. Όταν η μουσική τελείωσε κοίταξε πάνω. Γύρω του παρέμεναν τα αποκαΐδια από αυτό που άλλοτε θα αποκαλούσε πατρίδα. Ξεριζωμένος ανέμενε πλέον στον τόπο του. Πρόσφυγας της ύπαρξης. Γύρισε τα χέρια του και κοίταξε τις παλάμες του. Πάνω τους αισθάνθηκε το απαλό της στήθος. Από το κασκόλ της που τώρα αυτός φορούσε, είχε αρχίσει να ξεφτίζει το άρωμά της. Αυτή ήταν η γενεσιουργός δύναμη της ύστατης εκείνης απελπισίας.

Έχωσε τη μύτη του όσο πιο βαθιά μπορούσε μέσα στο κασκόλ και προσπάθησε να μυρίσει τόσο δυνατά για να νιώσει εκείνη την ευωδία που χανόταν μαζί με όλα τριγύρω. Μαζί με το άρωμα χανόταν κι αυτός. Τα λογικά του γύριζαν σαν οργισμένα. Οι εικόνες εναλλάσσονταν στο μυαλό του και αυτός με μία λυσσαλέα αγωνία πάσχιζε να μη ξεχάσει ούτε στιγμή. Προσπαθούσε να ξανά προβάλει σκηνές πάνω στην άμμο. Η μυρωδιά από το χλωρό χορτάρι, ο φρεσκοψημένος καφές. Το άρωμα της. 

Σηκώθηκε και άρχισε να περπατά πανικόβλητος πέρα δώθε από το σημείο που καθόταν, μία φέρνοντας το κασκόλ στο πρόσωπό του και τραβώντας αέρα με όλη του τη δύναμη και μία γρονθοκοπώντας στον αέρα, ανεμίζοντας το κασκόλ με μίσος.

Όταν πια η οργή και η απελπισία τον είχε κουράσει, άρχισε να σκέφτεται καθαρότερα. Άρχισαν οι σκέψεις του να έχουν συνοχή. «Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Τι πρέπει να κάνω όταν ο κόσμος πραγματικά χάνεται;». Έμεινε να κοιτάζει το μαυρισμένο από τη στάχτη νερό της θάλασσας και σκεφτόταν. Δεν του είχε απομείνει κάτι να κάνει. Ό,τι είχε αποκτήσει είχε κατακερματιστεί από το πύρινο τέρας. Η μεγάλη φωτιά στην πόλη πίσω του είχε σβήσει, ένα τεράστιο σύννεφο φρόντισε να αφήσει το νερό του στην πόλη και χάραξε την πορεία του γι’ αλλού. Εκείνος έβλεπε τον δρόμο που τράβαγαν τα σύννεφα μακριά από την πόλη του, σαν φίλο που αποχαιρετά κανείς και θα κάνει να δει καιρό.

Σηκώθηκε στα πόδια του και κίνησε προς τα γνώριμά του μέρη που κάθε άλλο παρά γνώριμα ήταν πλέον.  Δεν είχε το κουράγιο να ξεφύγει. Ούτε καν να προσπαθήσει. Αντ’ αυτού ευχόταν χωρίς δισταγμό να είχε πάρει η καταστροφή κι αυτόν μαζί της. Αλλά αυτός ήταν από τους εκλεκτούς εκείνους, τους τυχερούς-άτυχους.

Μέχρι που έφτασε κάτω από το κατεστραμμένο πατρικό του. Εκεί, σαν σταλαγματιά, σαν μία απλή σταγόνα νερό, αυτόν τον σχηματισμό με την απόλυτη συμμετρία, αυτό το ιδανικό δημιούργημα της φύσης, πιο ιδανικό και από την ίδια την ιδέα της, που έσκασε πάνω στα ερείπια και τους έδωσε ζωή, το σπίτι πήρε χρώμα από τη μέση και δεξιά. Για λίγο νόμισε πως είδε τη μάνα του. Αυτή ήταν. Την έβλεπε να απλώνει τα ρούχα μέχρι που αυτή γύρισε και τον κοίταξε. Ένευσε με το χέρι σα να τον αποχαιρετά, μα εκείνος πλησίασε, αδυνατώντας να αντιληφθεί τι πραγματικά συνέβαινε. Καθώς πλησίαζε την άκουσε να του φωνάζει «Τί έγινε αγόρι μου; Ξέχασες κάτι; Θα χάσεις το λεωφορείο» και μόλις αυτός πήγε να της απαντήσει κάτι άλλαξε. Το σπίτι που ήταν ζωντανό μέχρι την προηγούμενη στιγμή έγινε γκρίζο, σκοτεινό, και σαν φοίνικας που θρυμματίζεται επιτόπου, γύρισε σε εκείνη την τρομακτική χαροκαμένη μορφή που είχε πρότερα.

Μα το άλλο μισό του σπιτιού είχε ζωντανέψει τώρα, το μισό του σπιτιού που ήταν ορατό από την άλλη πλευρά της γωνίας του δρόμου. Πηγαίνοντας προς τα κει είδε τον πατέρα του καθισμένο σε ένα σκαμνί να περιποιείται τα φυτά του μπαλκονιού. Αυτά καταπράσινα ένιωθε ότι τον ειρωνεύονταν που αυτός ήταν αποκλεισμένος στη μεριά της πόλης, την καταδικασμένη. Πέρασαν από το μυαλό του τα χλωρά φύλλα του δυόσμου και τα μύρισε, τα έπλασε από την αρχή, απόλαυσε τη μυρωδιά όπως θα το έκανε ένας πρωτόπλαστος και ύστερα τα ξέχασε. Φώναξε τότε στον πατέρα του «Εεε πατέρα». Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε. Τον κοίταξε και στάθηκε. Στάθηκε και αυτό το βλέμμα έμοιαζε να του καίει τη φαιά ουσία, μέχρι που και αυτό το μισό του σπιτιού έγινε αποκαΐδια. Ξέσπασε σε λυγμούς ακατάσχετους.

Συνέχισε να περπατάει με το κασκόλ τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του και τα μάτια του μαραίνονταν ολοένα και περισσότερο από τον αέρα, καθώς στέγνωναν τα δάκρυα. Προσπαθούσε να δοκιμάσει όσες περισσότερες φορές μπορούσε εκείνη την αχνή ζεστή μυρωδιά από το κασκόλ.

Εκείνο το σπίτι στην οδό Κύπρου. Προς τα εκεί όδευε και τώρα βρισκόταν ένα τετράγωνο μακριά, το έβλεπε να στέκεται ταλαίπωρο στην επόμενη γωνία. Ανέβαινε την ανηφόρα, όταν σήκωσε το κεφάλι του και είδε εκείνη. Στεκόταν στη μέση του δρόμου γυμνή και τον κοιτούσε με λαγνεία. Τον κοιτούσε λες και ήθελε να τον κοκκαλώσει σαν άλλη μέδουσα με το κεφάλι της γερμένο ελαφρά στο πλάι. «Αγάπη μου, μωρό μου» φώναξε ανήσυχος και άρχισε να τρέχει κατά το μέρος της.

Εκείνη απλά στεκόταν. Δεν τον αγκύλωσε. Ίσως να περίμενε κάποιον άλλον.

«Τί κάνεις έτσι εδώ έξω. Θα αρρωστήσεις» της είπε.

Έβγαλε το κασκόλ και της το τύλιξε γύρω από τους ώμους. Έβγαλε και το μπουφάν του και της το φόρεσε από πάνω.

«Έλα αγάπη μου, έλα. Θα ανέβουμε πάνω. Όλα θα πάνε καλά. Δε θέλω να μου κρυώσεις»

Τώρα περνούσαν την πόρτα της καμένης πολυκατοικίας στο ισόγειο και ανέβηκαν ένα ένα τα σκαλοπάτια της περιστρεφόμενης σκάλας με ρυθμό αργό. Αυτή πατώντας ξυπόλυτη πάνω στη στάχτη άφηνε πίσω τα ίχνη από τις πατούσες της και εκείνος με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της, ελπίζοντας ότι έτσι θα την κρατήσει ζεστή. Όταν πλέον έφτασαν στον τρίτο όροφο έστριψαν δεξιά και μπήκαν σε αυτό που κάποτε αποτελούσε ένα σπίτι. Κάποτε ήταν το δικό του σπίτι. Παλιότερα. Κάπου τότε που τη γνώρισε.

Έβγαλε τη μπλούζα του και την έστρωσε στο δάπεδο. Έκανε το ίδιο και με το παντελόνι του για να της στρώσει να ξαπλώσει. Τώρα ο ίδιος στεκόταν όρθιος μόνο με το εσώρουχό του και τις κάλτσες φορεμένες. Την έβαλε να ξαπλώσει μα εκείνη δεν πήρε ούτε στιγμή το βλέμμα της από πάνω του, ούτε τώρα ξαπλωμένη, τυλιγμένη με όλα του τα ρούχα και με το κεφάλι και πάλι γερμένο στο πλάι.

Πέρασαν μερικά λεπτά που απλά κοιταζόντουσαν και τότε εκείνος σηκώθηκε να κάνει μία βόλτα στο σπίτι. Έφτασε στην παλιά του κουζίνα και του βγήκε ένας αιφνίδιος λυγμός που κράτησε για λίγο, όμως πρόλαβε να τον πνίξει. Τον έπνιξε γιατί έπρεπε να σταθεί δυνατός τώρα. Τώρα που βρισκόταν μαζί της. Δεν μπόρεσε παρά να μυρίσει το καμένο λίπος από χοιρινό, λες και κάποιο αόρατο τηγάνι μαγείρευε αυτό που της είχε φτιάξει την πρώτη φορά.

Βγήκε και πάλι στον διάδρομο και την είδε να τον κοιτάζει. Την προσέγγισε, έσκυψε από πάνω της, την έπιασε από τους δυο της ώμους και την ταρακούνησε δυνατά. Της φώναξε: «Σ’ αγαπάω. Ό, τι και να γίνει σ’ αγαπάω», μα εκείνη ούτε που μόρφασε, τον κοιτούσε με το ίδιο βλέμμα όπως και όλη την ώρα που βρίσκονταν μαζί. Την άφησε να ακουμπήσει κάτω και ξέσπασε. Κάνοντας μερικά πίσω βήματα βρέθηκε κουλουριασμένος με την πλάτη στον τοίχο να κλαίει γοερά. Δεν την αναγνώριζε. Πέρασε λίγη ώρα και ηρέμησε με τη σκέψη ότι και μόνο που ήτανε μαζί εκείνη τη στιγμή, ήταν όσο πιο ευτυχής θα μπορούσε.

Εκείνος τώρα την κοιτούσε. Εκείνη τώρα τον κοιτούσε.

Θυμήθηκε τις πρώτες φορές που κοιμήθηκαν μαζί, τον τρόπο που κάθονταν αγκαλιασμένοι, τυλιγμένοι μέσα στο κρύο. Την ταινία που ξεκίνησαν και δεν ολοκλήρωσαν γιατί την πήρε ο ύπνος κοντά στην αρχή. Εκείνος πήγε να της μιλήσει, να μοιραστεί τις αναμνήσεις μαζί της, μα μόλις ξεστόμισε τη λέξη «Θυμάσαι», παρατήρησε ότι είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Όχι σα να ήταν χλωμή, μα σα να χανόταν. Χανόταν. Έτρεξε κατά πάνω της και τράβηξε τρομοκρατημένος όλα τα ρούχα που την σκέπαζαν, αποκαλύπτοντάς την. Και τότε είδε κάτι σκούρες μουντζούρες πάνω στο δέρμα της, μεγάλες, επεκτατικές όπως η μούχλα που μάζευε αυτό το σπίτι από την υγρασία. Ανήμπορος να κουνηθεί έμεινε έτσι και την είδε να μετατρέπεται σε μούχλα, σε γλίτσα, σε μια υγρή, κολλώδη, μαυριδερή ουσία που απέμεινε πάνω σε όλα τα δικά του ρούχα, αφού εκείνη έλιωσε ολοκληρωτικά.

Φόρεσε τα μουχλιασμένα ρούχα με τα απομεινάρια της και τα ένιωθε πάνω του σαν λιγδιασμένα, να κολλάνε στο δέρμα του, να τον φαγουρίζουν. Έχοντας στερέψει από το κλάμα, ούτε λυγμός, ούτε καν κάποιος σπασμός δε μπορούσε να διαταράξει την αταραξία στο πρόσωπό του. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια και ξεχύθηκε στους δρόμους της πόλης που κάποτε αγαπούσε. Κάποτε. Αισθανόταν αδέσμευτος και αυτό τον τυραννούσε τόσο. Ζητούσε βαθιά μέσα του την παλιά του δουλειά, αυτή που τόσο τον καταπίεζε, που τόσο πολύ τον έκανε να ασφυκτιεί. Ζητούσε ένα ζωνάρι στο λαιμό για να τον κάνει να νιώθει και πάλι θνητός, και πάλι υποταγμένος στα εγκόσμια, όπως στρέφεται κανείς στα πάθη, μα δε μπορούσε να φανταστεί πώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί.

Οι ώρες πέρασαν και το σκοτάδι έπεσε πάνω από την πόλη λες και δεν είχε φύγει ποτέ εξ αρχής. Τύλιξε το κασκόλ με τη γλοιώδη ουσία τόσο σφιχτά γύρω από τον λαιμό του, ώστε οριακά να μη πάθει ασφυξία και έδεσε τις δύο άκρες του κόμπο. Κατέβαινε τώρα μια μεγάλη κατηφόρα που οδηγούσε στην παραλία. Κάτω από το παλτό τα άκρα του είχαν εξανεμιστεί, τα μανίκια κινούνταν άβουλα σαν καλαμπόκια τον Αύγουστο. Το σκοτάδι γύρω του άρχισε να τον τυλίγει. Από πίσω αν τον έβλεπε κανείς θα καταλάβαινε πως έμοιαζε ταλαίπωρος ένας από εκείνους τους αδικημένους της ζωής, μα κανένας ζωντανός δεν υπήρχε γύρω του για να το διαπιστώσει. Πάτησε άμμο και καθώς πλησίαζε στην ακτή η μορφή του ολοένα και χανόταν μες στο σκοτάδι, ολοένα και έμοιαζε να μαζεύει λες και συρρικνώνεται, μέχρι που εξαφανίστηκε ολότελα. Και αυτό, χωρίς να ξέρει κανείς, αν πρόλαβε να τον τραβήξει η θάλασσα, αν έγινε στάχτη κάτω από τα ρούχα του, αν έγινε κάτι. Πώς να γνωρίζει κανείς τί συμβαίνει στο σκοτάδι;